Οι ψηφοφόροι στις ΗΠΑ προσέρχονται στις κάλπες στις 5 Νοεμβρίου για να εκλέξουν τον επόμενο πρόεδρό τους. Ενώ αρχικά προοιωνιζόταν μια επανάληψη της εκλογικής μάχης του 2020, ανάμεσα στον Τζο Μπάιντεν και τον Ντόναλντ Τραμπ, μετά την καταστροφική παρουσία στο ντιμπέιτ του περασμένου Ιουνίου ο σημερινός πρόεδρος αναγκάστηκε να αποσύρει την υποψηφιότητά του υπέρ της αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις.
Καθώς πλησιάζει η ημέρα των εκλογών, δημοσιεύονται διαρκώς δημοσκοπήσεις και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτές που έγιναν μετά την πρώτη – και μάλλον τελευταία – τηλεοπτική αναμέτρηση των υποψήφιων για την προεδρία της υπερδύναμης.
Περισσότεροι από 67 εκατομμύρια άνθρωποι συντονίστηκαν για να παρακολουθήσουν την τηλεμαχία το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου στην Πενσυλβάνια. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη στη συνέχεια από το Reuters/Ipsos σε δείγμα 1.400 ψηφοφόρων, το 53% δήλωσε ότι επικράτησε η Χάρις, ενώ το 24% είδε νικητή τον Τραμπ. Επίσης, στην πρόθεση ψήφου για τις εκλογές, η Χάρις διεύρυνε λίγο το προβάδισμά της, αφού προηγείται με πέντε μονάδες του αντιπάλου της (47% – 42%) έναντι των τεσσάρων πριν το νιμπέιτ (45% – 41%).
Άλλη δημοσκόπηση, του YouGov αυτή τη φορά, σε επίσης 1.400 ενήλικες στις ΗΠΑ, κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα: από όσους είχαν παρακολουθήσει τη συζήτηση, το 55% είπε ότι κέρδισε η Χάρις και το 25% είπε ότι ο Τραμπ, όμως δεν διαπιστώθηκε κάποια αλλαγή στην πρόθεση ψήφου πριν και μετά την τηλεοπτική αναμέτρηση, αφού η Χάρις διατήρησε το οριακό προβάδισμα (46% – 45%) που είχε και πριν τη συζήτηση.
Τα δεδομένα αυτή τη στιγμή φαίνεται να συνηγορούν ότι αν και η πλειονότητα όσων παρακολουθούσαν τη συζήτηση ένιωσαν ότι η Χάρις επικράτησε, η απόδοση αυτή μπορεί να μην μεταφραστεί απαραίτητα σε περισσότερες ψήφους, αφού πολλοί Αμερικανοί έχουν ήδη αποφασίσει ποιον θα υποστηρίξουν.
Στους μήνες που προηγήθηκαν της απόφασης του Μπάιντεν να εγκαταλείψει την κούρσα, οι δημοσκοπήσεις τον έδειχναν σταθερά πίσω από τον πρώην πρόεδρο Τραμπ. Αν και υποθετικά εκείνη την εποχή, αρκετές δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι και η Χάρις δεν θα τα πήγαινε πολύ καλύτερα.
Ωστόσο, μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της η κούρσα έγινε πιο σφιχτή και ανέπτυξε ένα μικρό προβάδισμα έναντι της αντιπάλου της, σύμφωνα με τον μέσο όρο των εθνικών δημοσκοπήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από τότε.
Αν και αυτές οι δημοσκοπήσεις είναι ένας χρήσιμος οδηγός για το πόσο δημοφιλής είναι ένας υποψήφιος σε όλη την επικράτεια, δεν είναι απαραίτητα ένας ακριβής τρόπος για να προβλέψουμε το αποτέλεσμα των εκλογών.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΗΠΑ για τις εκλογές χρησιμοποιούν ένα περίπλοκο σύστημα εκλεκτορικού κολλεγίου, βάσει του οποίου σε κάθε πολιτεία αναλογεί ένας αριθμός ψήφων κατά προσέγγιση ανάλογα με το μέγεθος του πληθυσμού της. Συνολικά υπάρχουν 538 ψήφοι του εκλεκτορικού σώματος προς κατανομή, επομένως ένας υποψήφιος πρέπει να συγκεντρώσει 270 ψήφους εκλεκτόρων για να κερδίσει.
Από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, οι περισσότερες ψηφίζουν σχεδόν πάντα παραδοσιακά το ίδιο κόμμα. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μόνο μια χούφτα πολιτείες που το εκλογικό σώμα μεταβάλλεται και οι δύο υποψήφιοι καταβάλουν προσπάθειες να πάρουν με το μέρος τους την κοινή γνώμη. Ουσιαστικά πρόκειται για τις περιοχές που τελικά θα αναδείξουν τον νέο πρόεδρο και γι’ αυτό είναι γνωστές και ως «πολιτείες – πεδία μάχης». Πρόκειται για τη Βόρεια Καρολίνα, τη Νεβάδα, τη Τζόρτζια, την Αριζόνα, την Πενσυλβάνια, το Μίτσιγκαν και το Ουισκόνσιν.
Αυτήν τη στιγμή, οι δημοσκοπήσεις είναι πολύ σφιχτές και στις επτά αυτές πολιτείες, γεγονός που καθιστά δύσκολο να γνωρίζουμε ποιος πραγματικά οδηγεί την κούρσα. Διαθέτουμε λιγότερα δεδομένα για αυτές τις περιοχές καθώς υπάρχουν λιγότερες τοπικές δημοσκοπήσεις σε σύγκριση με τις εθνικές, ενώ είναι γνωστό ότι κάθε δημοσκόπηση έχει ένα περιθώριο σφάλματος που σημαίνει ότι οι αριθμοί μπορεί να είναι υψηλότεροι ή χαμηλότεροι.
Σύμφωνα με τη σημερινή εικόνα, η διαφορά που χωρίζει τους δύο υποψηφίους σε πολλές από αυτές τις πολιτείες είναι μικρότερη από μία ποσοστιαία μονάδα. Αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν για την Πενσυλβάνια, η οποία είναι καίριας σημασίας, καθώς συνεισφέρει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων εκλογικών κολλεγίων και επομένως διευκολύνει τον νικητή να φτάσει τις 270 ψήφους που χρειάζονται.
Η Πενσυλβάνια, το Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν ήταν παλαιότερα προπύργια των Δημοκρατικών, πριν ο Τραμπ πάρει αυτές τις πολιτείες με το μέρος του για να κερδίσει την προεδρία το 2016. Ο Μπάιντεν κατάφερε να τις ανακτήσει το 2020 και αν η Χάρις μπορέσει να κάνει το ίδιο φέτος, τότε θα είναι σε καλό δρόμο για να κερδίσει τις εκλογές.
Πηγή: BBC