του πρώην δημοτικού συμβούλου Κωνσταντίνου Σεβρή
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής που επικεντρώνεται στην κατανάλωση και η μορφή των σύγχρονων αστικών κέντρων έχουν αλλοιώσει την οικολογική ισορροπία στις πόλεις. Ο αέρας, η γη και το νερό μολύνονται νυχθημερόν από τόνους ρύπων κάθε προέλευσης.
Στο δυτικό κόσμο, κοινωνίες με υψηλή οικολογική ευαισθητοποίηση και κραταιές οικονομίες έχουν καταφέρει να αμβλύνουν την αστική οικολογική ανισορροπία. Στο αστικό τους τοπίο επανακάμπτει το πράσινο και με σύγχρονες τεχνικές απορρύπανσης υποβοηθούν τις φυσικές διεργασίες οικολογικής αποκατάστασης.
Στη Θεσσαλονίκη έχουμε τραγικές επιδόσεις σε ότι αφορά την παρουσία πρασίνου στον αστικό ιστό. Μόλις το 4,5% της πόλης αποτελείται από χώρους πρασίνου. Στη θάλασσα έχουμε την περιοδική εμφάνιση μιας πλωτής «χωματερής» με αστικά απορρίμματα όλων των ειδών. Ενώ προς τους εαρινούς και θερινούς μήνες έχουμε την εμφάνιση της αποκρουστικής «βλέννας» από το φυτοπλαγκτόν. Ο αέρας της πόλης κάθε τόσο ξεπερνά αρνητικά τα όρια ποιότητας.
Περιοδικά, τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται, μαρτυρούν την τραγική περιβαλλοντική πραγματικότητα της πόλης. Τα οικολογικά κινήματα δεκαετίες τώρα προειδοποιούν για το περιβαλλοντικό αδιέξοδο της Θεσσαλονίκης και εργάστηκαν συστηματικά προς στην άμβλυνση της περιβαλλοντικής παρακμής.
Τα δέντρα δεν μένουν ανεπηρέαστα από τους ρύπους ή τους βιολογικούς χρόνους. Στο λιγοστό πράσινο της πόλης υπάρχουν εκατοντάδες δέντρα που είτε έχουν προσβληθεί από έντομα, είτε έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος ζωής τους. Δυστυχώς, θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με την αντιαισθητική εικόνα της εκρίζωσης ετοιμόρροπων δέντρων και θα πρέπει να χωνέψουμε το κλάδεμά τους. Δεν είναι λογικό, να περιμένουμε τον «Βαρδάρη» ή ένα καλοκαιρινό μπουρίνι, να κάνει την ίδια ακριβώς δουλειά… απλά με φυσικό τρόπο, θέτοντας εντωμεταξύ σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές.
Η κάκιστη περιβαλλοντική εικόνα της πόλης, δημιουργεί σχεδόν αντανακλαστικά ένστικτα προστασίας κάθε τετραγωνικού πρασίνου. Κάθε δέντρο άσχετα από την ηλικία του, την κατάστασή του και το μέγεθός του είναι μια «μοναδικότητα», στο γκρι τοπίο. Τα δέντρα, η εικόνα τους, η σκιά τους, είναι δυσεύρετα και για αυτό δεκάδες κινητοποιούνται ακόμα και εναντίον της ετήσιας φροντίδας τους.
Η διάσταση αυτή εξηγεί τους επαναλαμβανόμενους «καυγάδες» για τα δέντρα που κόβονται. Τα δέντρα μας είναι απελπιστικά λίγα. Το κλάδεμα ενός δέντρου μπορεί να προκαλέσει μια «σύρραξη» όλων εναντίον όλων. Μια σύρραξη που διασταυρώνονται συναισθήματα, συνθήματα, επιστημονικές διχογνωμίες και σπανιότερα οι ακτιβιστές, οι αστυνομικοί και οι δικαστικοί λειτουργοί. Μόνο τα τελευταία χρόνια μπορούμε να θυμηθούμε τις αντιπαραθέσεις για τις γερασμένες λεύκες στις εργασίες ανάπλασης στη νέα παραλία, τις κλαδεύσεις στην πλατεία ελευθερίας ή στην οδό Αγγελάκη.
Αν δούμε με μια απόσταση την αντιπαράθεση θα αντιληφθούμε την έκταση της απελπισίας μας. Ένας στενόμυαλος κανιβαλισμός με επίκεντρο το δέντρο, ενώ χάσαμε το… «δάσος»!
Αν είχαμε προχωρήσει σε μια θεαματική αναβάθμιση του αστικού πρασίνου και σε μια γενναία δενδροφυτεύση τα προηγούμενα χρόνια, σήμερα η αντικατάσταση των άρρωστων ή ετοιμόρροπων δέντρων θα αφορούσε μόνο το σκληρό πυρήνα των αρμόδιων υπηρεσιών. Εάν ο τεχνικός κόσμος συνεργάζονταν συστηματικά με τις «πράσινες» δεξαμενές σκέψης της πόλης θα μπορούσαμε να ανατρέψουμε τη «δικτατορία» του τσιμέντου. Με συναίνεση, ουσιώδη διάλογο και άμεσες παρεμβάσεις η πόλη θα έθετε νέα «πράσινα» θεμέλια. Διαμορφώνοντας ένα νέο ποιητικότερο περιβάλλον για τους κατοίκους και τους επισκέπτες της πόλης.
Ας χαμηλώσουμε τους τόνους και κυρίως ας διατηρήσουμε υψηλές τις απαιτήσεις μας για μια Θεσσαλονίκη με πολλά δέντρα. Κι ας ορίσουμε το δεσμευτικό ρυθμό ανάπτυξης του «πρασίνου» στη Θεσσαλονίκη με ορίζοντα το 2030.