Αρθρογραφεί στην ThessNews η Χριστίνα Σουλτανίδου, Συντονίστρια της Λαϊκής Ενότητας Θεσσαλονίκης
Η επίσκεψη της Άνγκελας Μέρκελ στην Ελλάδα στη δύση της κυβερνητικής της θητείας θυμίζει την επιστροφή του εγκληματία στον τόπο του εγκλήματος. Ανασύρει στις μνήμες μας όλη τη δωδεκαετία των πρωτοφανών πολιτικών λιτότητας που η ίδια, η κυβέρνησή της και το επιτελείο της Ε.Ε., με συνεργούς την πρόθυμη – δυστυχώς – συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού κατεστημένου της χώρας μας (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, ΔΗΜΑΡ) επέβαλαν στη χώρα μας.
Αν σήμερα αναρωτιόμαστε γιατί ένας -όχι αμελητέος- αριθμός συνανθρώπων μας δεν εμβολιάζεται παρά τις προφανείς συνέπειες από την εξάπλωση της πανδημίας, αν δεν εθελοτυφλούμε για το αυγό του φιδιού που εκκολάπτεται στις φτωχικές κυρίως συνοικίες, αν αγωνιούμε για τα περιστατικά βίας που πληθαίνουν στους εργασιακούς χώρους και στο εσωτερικό των οικογενειών (κυρίως σε βάρος των γυναικών), αν μας ανησυχεί το γεγονός ότι οι νέοι μας μεταναστεύουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, αλλιώς υποθηκεύουν το μέλλον τους σε αναξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και γλίσχρες αμοιβές (γιατί μισθούς δεν τους λες), αν θεωρούμε ότι η απαξίωση της πολιτικής και της συλλογικής δράσης από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας θα έχει οδυνηρές συνέπειες στο άμεσο μέλλον, θα πρέπει να αναψηλαφήσουμε χωρίς παρωπίδες και με ορθολογική σκέψη τη δωδεκαετία που προηγήθηκε.
Να θυμηθούμε, ότι προκειμένου να διαμορφωθεί η κατάλληλη ψυχολογία ώστε να επιβληθούν πιο εύκολα οι αντιλαϊκές πολιτικές, ενοχοποιήθηκε συνειδητά από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της (λαός και Κολωνάκι). Το «όλοι μαζί τα φάγαμε», είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επιδίωξης.
Οι μνημονιακές πολιτικές δε συζητήθηκαν, επιβλήθηκαν. Δεν έγινε καμιά προσπάθεια διαλόγου προκειμένου να πεισθεί η κοινωνία για την αναγκαιότητά τους, για να μην αποκαλυφθεί ότι δεν ήταν μονόδρομος η συρρίκνωση της οικονομίας κατά 25%, η φτωχοποίηση πάνω από 3 εκατομμυρία συμπολιτών μας, ούτε η ώθηση στην ανεργία 1,3 εκατομμυρίων, ήταν όμως ο βασιλικός δρόμος για να διασωθεί το ισχυρό τμήμα του κεφαλαίου και το τραπεζικό κεφάλαιο, ειδικά στη Γερμανία και στη Γαλλία και για να μη διαρραγεί η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη.
Επιβλήθηκαν με βία και καταστολή και με ένα ισχυρό νομικό πλέγμα, που ακόμη και σήμερα παραμένει αδιασάλευτο. Στην ουσία εφαρμόστηκε μια οικονομική δικτατορία, που μας στέρησε βασικά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Το καθοριστικό κτύπημα στα κοινωνικά στρώματα, που αγωνιούσαν και αντιστέκονταν στις πλατείες και στους εργασιακούς χώρους, ήρθε με την αναδίπλωση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες της, για πρώτη φορά, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Ήταν η ιστορική στιγμή όπου τα πλατιά λαϊκά στρώματα, εγκαταλειμμένα κι από τις ηγεσίες των κεντρικών συνδικαλιστικών οργάνων, έμειναν μετέωρα, χωρίς στηρίγματα και χωρίς κουράγια για να συνεχίσουν τους δυναμικούς αγώνες. Απώλεσαν την εμπιστοσύνη τους στα κόμματα, στους πολιτικούς, στους συνδικαλιστές, σε θεσμικά όργανα. Συσσώρευσαν οργή, που δε μπόρεσαν να μετατρέψουν σε λόγο, σε αιτήματα, σε διεκδικήσεις, σε αγώνες και αφέθηκαν να οδηγηθούν σταδιακά στο περιθώριο του κοινωνικού γίγνεσθαι, της κοινωνικής και συλλογικής δράσης, στην αποστασιοποίηση από την έλλογη αντιμετώπιση της καθημερινότητας, στην απογοήτευση, στη βία, στον εκφασισμό.
Μ΄ αυτήν την οργή και την έλλειψη εμπιστοσύνης, με αυτά τα μηδενικά περιθώρια ανοχής και υπομονής, με το δογματισμό στον οποίο εθίστηκαν ως τρόπο σκέψης, με αβεβαιότητα και χωρίς καμιά ελπίδα για το μέλλον μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, κυρίως αυτά που πλήγηκαν περισσότερο, αντιμετωπίζουν σήμερα τις συνεχιζόμενες περιοριστικές κυβερνητικές πολιτικές της Ν.Δ., αλλά και τα καινούρια που φέρνει η επιστήμη, τις περιβαλλοντικές καταστροφές, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη σχέση τους με την εκκλησία.
Δε ζήτησε πολλά από τους Έλληνες, όπως δήλωσε η Μέρκελ. Τους επέβαλε πολλά, και κυρίως οδυνηρά και βάρβαρα, που επέφεραν βαθιές αλλαγές και ρήγματα στον κοινωνικό ιστό.
Με συνενόχους τη Ν.Δ., το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ.
Η αναστροφή της κατάστασης σήμερα είναι δύσκολη, όμως είναι αναγκαία, και προφανώς όχι αδύνατη.
Δε μπορεί να γίνει από τις πολιτικές δυνάμεις που μας οδήγησαν εδώ, αλλά από την Αριστερά, η οποία πρέπει να προσεγγίσει περισσότερο τα πληττόμενα κοινωνικά στρώματα, να αναπτύξει διαύλους συζήτησης και ουσιαστικής επικοινωνίας μαζί τους, να εκφράσει πιο δυναμικά και αποτελεσματικά τα ζωτικά αιτήματά τους, να τα μπολιάσει με το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς σχέσεις εκμετάλλευσης, να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και να αναπτερώσει τις ελπίδες τους, να συμβάλλει στη δυναμική επανεκκίνηση κοινωνικών και εργατικών αγώνων, ικανών να ανατρέψουν τις πολιτικές και τους πολιτικούς που μας καθηλώνουν και να οικοδομήσουν ένα διαφορετικό, ένα καλύτερο αύριο. Γιατί ένας άλλος κόσμος ΕΙΝΑΙ εφικτός!